- ἀντιγράψεις
- ἀντιγράφωwrite againstaor subj act 2nd sg (epic)ἀντιγράφωwrite againstfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστά — επίρρ. τροπ. 1. με πίστη, αφοσίωση: Υπηρέτησε πιστά το αφεντικό του. 2. με ακρίβεια: Να αντιγράψεις πιστά το κείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)